-
1 σκοτίζω
A make dark,τὸν θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον Tab.Defix.Aud.242.13
(Carthage, iii A.D.); get in the light of,ἐνέργειαν Gal.18(2).698
: metaph.,λαβὼν δισσὰς ἐσκότισας χάριτας Ἀρχ.Δελτ. 11.57
([place name] Larissa), cf. D.H.Th.33, Them.Or.11.153a; stupefy,σκορπίους Dsc.Eup.2.133
:—[voice] Pass., to be darkened, Plu.2.1120e; to be blinded,σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν LXX Ps.68(69).24
;τῇ διανοίᾳ Ep.Eph.4.18
(v.l.);χολῇ τὰς φρένας Tz.H.8.929
; to be dizzy, Aesop.247b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτίζω
См. также в других словарях:
σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… … Dictionary of Greek